- βραχυστομία
- βραχυστομία, η (Μ)(για βρέφος) το ότι έχει μικρό στόμα και χρειάζεται ειδικό τάισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχυστομίαν — βραχυστομίᾱν , βραχυστομία smallness of mouth fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)